κραιαίνω

κραιαίνω
κραίνω, κραιαίνω, κραίνουσι, ipf. ἐκραίαινε, aor. imp. κρήηνον, κρῆνον, inf. κρηῆναι, κρῆναι, mid. fut. inf. κρανέεσθαι (for κεκράανται, -ντο, see κεράννῦμι): accomplish, fulfil, bring to pass; fut. mid. as pass., Il. 9.626; ‘bear sway,’ Od. 8.391.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κραιαίνω — κραίνω ṇ y pres subj act 1st sg (epic) κραίνω ṇ y pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …   Dictionary of Greek

  • αυτόκρανος — αὐτόκρανος, ον (Α) φρ. «αὐτόκρανος λόγος» αυτονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κρανος < κραίνω, ποιητ. και κραιαίνω «φέρνω σε πέρας, εκτελώ, καταλήγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”